δρυμώδεις

δρυμώδεις
δρυμώδης
woody
masc/fem acc pl
δρυμώδης
woody
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ναπαίος — Προσωνυμία του θεού Απόλλωνα. Το επίθετο Ν. από την πόλη Νάπη της Λέσβου, όπου υπήρχε μαντείο του θεού. * * * ναπαῑος, α, ον (Α) [νάπη] 1. αυτός που ανήκει σε δασώδη κοιλάδα ή αυτός που έχει κοιλάδες ή δρυμώδεις χαράδρες 2. φρ. «ναπαῑος θεός» ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”